- όσσα
- I
Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο νότιο, όπου υψώνεται η ψηλότερη κορυφή της Προφήτης Ηλίας (1.978 μ.), και στο βόρειο, όπου βρίσκεται η δεύτερη κορυφή της, η Πλάκα (1.820 μ.). Προς τα Ν η Ό. καταλήγει στον κάμπο της Αγιάς, προς τα Α, όπου βρίσκεται και το πιο δασωμένο τμήμα της, πέφτει μάλλον απότομα προς το Αιγαίο, προς τα Β πέφτει πολύ απότομα στα Τέμπη, και προς τα Δ απολήγει σε λόφους. Το δυτικό και το νότιο τμήμα της δομούνται από μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους και γνεύσιους, ενώ στο βόρειο κυριαρχεί ο ασβεστόλιθος.Ιστορία-αρχαιολογία. Στην Ό., που από τον 11o αι. μ.Χ. και μετά είναι γνωστή ως Κίσσαβος, κατοικούσαν κατά την αρχαιότητα Μάγνητες, των οποίων η χώρα (Μαγνησία) άρχιζε από τις εκβολές του Πηνειού και κατέληγε στη χερσόνησο των Τρικέρων. Το ίδιο το βουνό, οι πόλεις που ήταν στις πλαγιές του και το Δώτιον πεδίον, στο σημερινό κάμπο της Αγιάς, αναφέρονται συχνά στην αρχαία γραμματεία και συνδέονται με τις Νύμφες, με τη λατρεία της Δήμητρας, με τον Ασκληπιό, τον Φιλοκτήτη, τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Αλέξιο Κομνηνό και άλλα λιγότερο γνωστά ιστορικά πρόσωπα. Η Ό. κατοικούνταν από την προϊστορική ακόμα εποχή· αργότερα, στα ιστορικά χρόνια και κατά τη βυζαντινή περίοδο, στις πλαγιές της υπήρχαν πολλές πόλεις, οι περισσότερες από τις οποίες είναι γνωστές μόνο από τις ιστορικές πηγές. Εκτός από το Ομόλιον, στο σημερινό ομώνυμο χωριό, που ήταν η βορειότερη και συγχρόνως η σημαντικότερη πόλη της Μαγνησίας έξω από τον Παγασητικό κόλπο, οι άλλες πόλεις και τα πολίσματα –Μελίβοια, Βέσσαινα, Χάρμενα, Μύραι, Λακέρεια κλπ.– δεν είναι απόλυτα ταυτισμένα, γιατί η περιοχή δεν έχει ανασκαφεί συστηματικά και η έρευνα έχει στηριχτεί μέχρι σήμερα κυρίως σε επιφανειακά και τυχαία αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία, παρότι είναι πλούσια, δεν έχουν λύσει οριστικά τα προβλήματα της αρχαίας και μεσαιωνικής τοπογραφίας της περιοχής. Η σειρά πάντως των πόλεων ξεκινούσε από το Ομόλιον, στη βόρεια πλευρά της Ό., συνεχιζόταν στα Α κατά μήκος της ακτής και έφτανε έως το Δώτιον πεδίον. Στη διαδρομή αυτή υπάρχει μια πλούσια σειρά ερείπιων –υπολείμματα πολισμάτων, κάστρων κ.ά.– που δείχνει ότι ο τόπος ήταν κατοικημένος και ότι υπήρχε δρόμος, που οδηγούσε από το Ομόλιον στη Δημητριάδα και στη Λάρισα. Ο δρόμος αυτός είναι η παράλια διαδρομή, που στην αρχαιότητα τη χρησιμοποιούσαν κυρίως οι μαγνησιακές πόλεις για να επικοινωνούν μεταξύ τους, και στη βυζαντινή περίοδο απέκτησε στρατηγική σημασία, γιατί αυτόν χρησιμοποιούσαν τα στρατεύματα, όταν δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να περάσουν από τα στενά των Τεμπών. Από τον Πλαταμώνα δηλαδή ο δρόμος οδηγεί στο Ομόλιον, όπου βρέθηκαν χριστιανικά ερείπια, στο Τσάγεζι, στην Καρίτσα, και φτάνει στο Κόκκινο Νερό, στην ανατολική παραλία, όπου έχουν επισημανθεί ένας τρίκογχος ναός, ένας πύργος και άλλα ερείπια, και όπου πιθανόν να ήταν η πόλη Ευρυμενές, που αναφέρει ο Προκόπιος. Μετά ο δρόμος περνάει από τη Μελίβοια, όπου στη θέση Βίγλα υπάρχουν ερείπια φρουρίου, κατεβαίνει στη στενή πεδιάδα του Αγιόκαμπου και καταλήγει στο χωριό Σκήτη, κοντά στο οποίο υπάρχουν λείψανα φρουρίου και πόλης, πιθανόν της Κενταυρούπολης. Από τη Σκήτη ο δρόμος χωρίζεται. Το ένα τμήμα οδηγεί προς την πεδιάδα της Αγιάς και τη Λάρισα και το άλλο προς τα Κανάλια και τη Δημητριάδα. Αυτή την οδό διέσχισε το 1083 ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός για vα αντιμετωπίσει τον Νορμανδό Βοημούνδο που πολιορκούσε τη Λάρισα.Ψηλότερα από την παράκτια διαδρομή και κυρίως από την πλευρά των Τεμπών φαίνεται πως κατά την τελευταία φάση της βυζαντινής περιόδου κατοικούσαν βλάχικες οικογένειες κτηνοτρόφων. Στην τουρκοκρατία, καθώς ο πληθυσμός εγκατέλειπε τα πεδινά, δημιουργήθηκαν νέοι οικισμοί στα ψηλότερα τμήματα της Ό. Τότε συνοικίστηκε και η Αγιά, στη νότια πλαγιά του βουνού, η οποία μέσα στον 17o αι. εξελίχθηκε σε πρωτεύουσα της γύρω περιοχής και από τότε συνεχώς μεγάλωνε, έγινε το μεγαλύτερο χωριό του Κίσσαβου και στα τέλη του 18ου αι. αποτέλεσε σημαντικό οικονομικό κέντρο: παρήγαγε μετάξι, είχε βαφεία, έκανε εξαγωγές και συναγωνιζόταν τα Αμπελάκια· εδώ είχαν την έδρα τους οι τοπικές αρχές και συχνά ο μητροπολίτης Δημητριάδας. Τον 18o αι. η βιοτεχνία γνώριζε μεγάλη ακμή στα χωριά της O.: εκτός από τα Αμπελάκια και την Αγιά υφαντουργεία λειτουργούσαν στη Ρέτιανη, στην Αθανάτη, στη Σελίτσανη κ.ά., ενώ το Μεγαλόβρυσο είναι ξακουστό για τα χαλκωματάδικά του.Από τον αρχαιολογικό πλούτο της Ό. ξεχωρίζουν κυρίως τα μοναστήρια,οι ναοί και τα υπολείμματα κάστρων. Από τα φρούρια πιο γνωστό είναι το κάστρο της Ωραίας που δεσπόζει στη διάβαση των Τεμπών. Ένα δεύτερο, που το αναφέρει μάλιστα και ο Καντακουζηνός, βρίσκεται στο Καστρί, διατηρείται σε καλή κατάσταση, και διασώζει μέσα στον περίβολο του, εκτός από ερείπια δεξαμενών και άλλων χτισμάτων, το βυζαντινό ναΰδριο του Αγίου Γεωργίου. Εκτεταμένα ερείπια κάστρου βρίσκονται ακόμα κοντά στο χωριό Σκήτη, ενώ σε άλλες θέσεις, για παράδειγμα κοντά στο Κόκκινο Νερό, στη Βίγλα της Μελίβοιας κ.ά., υπάρχουν υπολείμματα πύργων.Από τα μοναστήρια, σημαντικότερο είναι το βυζαντινό της Παναγίας και του Αγίου Δημητρίου κοντά στο Τσάγεζι, γνωστό ως Κομνήνειον, στο οποίο διατηρείται ένα μεγάλο τμήμα από το αρχαίο καθολικό, πλήθος μεσοβυζαντινών γλυπτών και ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες. Πολύ ενδιαφέρον μοναστηριακό σύνολο είναι επίσης η μονή Αγίου Παντελεήμονα Αγιάς, που διασώζει αλώβητο το καθολικό, την τράπεζα, τον πύργο-ηγουμενείο, ωραίες φορητές εικόνες του 16ου αι. και τοιχογραφίες του 16ου, 17ου και 18ου αι. Άλλα μοναστήρια είναι της Κοίμησης της Θεοτόκου κοντά στο Μεγαλόβρυσο, των Εισόδιων της Θεοτόκου στο Μεταξοχώρι, του Ιωάννη θεολόγου κοντά στη Βιλίκα, του Αγίου Παντελεήμονα και του Πρόδρομου στην Ανατολή κ.ά.Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το μεγάλο πλήθος των μεταβυζαντινών εκκλησιών, που έχουν διασωθεί στα χωριά του Κισσάβου: 14 υπάρχουν μέσα στην Αγιά, 6 στο Μεταξοχώρι, 4 στον Αετόλοφο και πολλές άλλες, που διατηρούν τοιχογραφίες του 16ου, 17ου, 18ου και 19ου αι., πολλές φορητές εικόνες και άλλα κειμήλια. Επίσης άξιο μνείας είναι το ωραίο μονόχωρο βυζαντινό ναΰδριο του 12ου αι. Παναγία Βιλίκα, στην ομώνυμη τοποθεσία, καθώς και τα ερείπια άλλων βυζαντινών ναών στην Παλιουριά, στη Μονόπετρα, στου Τσιλιγιώργη, στο Βαθύρεμα κ.ά. Τέλος, πολύ σημαντικά είναι τα ασκηταριά του Κίσσαβου: πάνω από το Ομόλιον σώζονται τα ερείπια του ασκηταριού της Αγίας Παρασκευής, στην Ανατολή υπάρχει το ασκηταριό του Πρόδρομου, στη Σωτηρίτσα του Αγίου Παντελεήμονα, και έξω από την Αγιά τα ασκηταριά των Αγίων Αναργύρων, που διασώζουν βυζαντινές και μεταβυζαντινές τοιχογραφίες.
To βουνό Όσσα, που λέγεται και Κίσσαβος, με τις κωνικές κορυφές της, υψώνεται στο βορειοανατολικό άκρο του Θεσσαλίας και αποτελεί συνέχεια του Κάτω Όλυμπου, από τον οποίο τη χωρίζει η ονομαστή για τις φυσικές καλλονές της κοιλάδα των Τεμπών.
Λεπτομέρεια τοιχογραφίας από το καθολικό της μονής Αγίου Παντελεήμονα Αγιάς.
Λεπτομέρεια τοιχογραφίας από τα ασκηταριά των Αγίων Αναργύρων Αγιάς.
IIΣτην περιοχή της Όσσας σώζονται αξιόλογα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μοναστήρια, μοναχικές εκκλησίες και ασκηταριά, που διασώζουν ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες. Εδώ το μεταβυζαντινό εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος (1646), λίγο έξω από την Ανατολή.
Όνομα δύο οικισμών.1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 135 μ.) του νομού Λαρίσης.2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης.Το μοναστήρι του Ιωάννη και θεολόγου κοντά στη Βιλίκα.
* * *ὄσσα και ὄτα και αττ. τ.ὄττα, ἡ (Α)1. φήμη που προέρχεται από τους θεούς και διαδίδεται μεταξύ τών ανθρώπων2. προφητεία από θεό ή από οιωνό3. (ως προσωποποίηση) αγγελιαφόρος τού Διός4. (σχετικά με τις Μούσες και τις Χάριτες) φωνή, λαλιά5. (σχετικά με ταύρο) μυκηθμός6. (σχετικά με λύρα) ήχος7. (σχετικά με μάχη) βοή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ- (πρβλ. όπα, αιτ. τού αμάρτυρου *ὄψ «φωνή»)+ κατάλ. -yā πρβλ. γλῶσσα: γλῶχες, φύζα: φύγαδε].
Dictionary of Greek. 2013.